πιπερώνω

πιπερώνω
πιπέρωσα, πιπερώθηκα, πιπερωμένος
1. ρίχνω πιπέρι, πασπαλίζω με πιπέρι.
2. μτφ., παρεμβαίνω και συμπληρώνω κατά τη συζήτηση ή προσθέτω αναληθή στοιχεία για να προκαλέσω το ενδιαφέρον: Μπορεί να έγιναν έτσι τα πράγματα, αλλά κι εσύ τα πιπερώνεις αρκετά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή …   Dictionary of Greek

  • πιπέρωμα — το, Ν [πιπερώνω] η ενέργεια τού πιπερώνω, η άρτυση εδέσματος με πιπέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”